- παντόχρους
- -ουν και -οος, -οον, ΜΑαυτός που έχει όλα τα χρώματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)-* + -χρους / -χροος (< χρώς, χροός / χρωτός), πρβλ. πολύ-χρους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… … Dictionary of Greek